κακόπαθος

κακόπαθος
-η, -ο (Α κακόπαθος, -ον)
δυστυχής, άθλιος, ταλαίπωρος («κακόπαθος βίος», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
κουρασμένος από δυστυχίες και στερήσεις
αρχ.
1. (για έργο) αυτός που γίνεται με κόπο, επίμοχθος («κακόπαθος κατασκευή», Φίλ.)
2. (για πρόσ.) ανθεκτικός στην εργασία, καρτερικός στους κόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + θ. παθ-, πρβλ. έ-παθ-ον τού πάσχω* (πρβλ. ακρό-παθος, δυή-παθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακόπαθος — miserable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόπαθος — η, ο πολύπαθος, πολυβασανισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοπάθω — κακόπαθος miserable masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακόπαθος miserable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόπαθον — κακόπαθος miserable masc/fem acc sg κακόπαθος miserable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπάθοις — κακόπαθος miserable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόπαθε — κακόπαθος miserable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՉԱՐԱԽՏԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0566 Chronological Sequence: 6c ա. κακοπαθής, κακόπαθος aerumnosus. Որ բերէ յինքեան կամ այլոց զչար ախտ, զկիրս, զվնաս. եւ Ախտացեալ զախտ չար. թշուառ. *Չարախտական դեղով մեղանաց վարեցաւ ի վնաս անձին եւ հասարակիս: Զօրէն խելագարեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”